- αγαπητερός
- -ή, -όγεμάτος αγάπη, αξιαγάπητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγαπητερός — ή, ό [αγαπητός] 1. αγαπητός, αξιαγάπητος 2. ο γεμάτος αγάπη … Dictionary of Greek